- υποπλασία
- η, Ν1. ιατρ. η ατελής ανάπτυξη ενός οργάνου ή ιστού λόγω διαταραχής τής εμβρυογένεσης ή λόγω τής κυκλικής ανανέωσης τών στοιχείων του (α. «νεφρική υποπλασία» β. «υποπλασία τού μυελού τών οστών»)2. (φυτοπαθ.) η μειωμένη ανάπτυξη ενός φυτικού ιστού, τμήματος ή οργάνου που οφείλεται σε μείωση τού αριθμού τών κυτταρικών διαιρέσεων και, κατά συνέπεια, τού αριθμού τών κυττάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoplasia < υπ(ο)-* + -πλασία*].
Dictionary of Greek. 2013.