υποπλασία

υποπλασία
η, Ν
1. ιατρ. η ατελής ανάπτυξη ενός οργάνου ή ιστού λόγω διαταραχής τής εμβρυογένεσης ή λόγω τής κυκλικής ανανέωσης τών στοιχείων του (α. «νεφρική υποπλασία» β. «υποπλασία τού μυελού τών οστών»)
2. (φυτοπαθ.) η μειωμένη ανάπτυξη ενός φυτικού ιστού, τμήματος ή οργάνου που οφείλεται σε μείωση τού αριθμού τών κυτταρικών διαιρέσεων και, κατά συνέπεια, τού αριθμού τών κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoplasia < υπ(ο)-* + -πλασία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Hypoplasie — Die Hypoplasie (zu altgriechisch: ὑπόπλασία, neugriechisch: υποπλασία, neulateinisch: hypoplasia → „unzureichende Zellbildung“) bzw. numerische Atrophie bezeichnet eine genetisch bedingte (angeborene oder anlagebedingte) Unterentwicklung… …   Deutsch Wikipedia

  • κρυπτορχιδία — Ανωμαλία στη διάπλαση, που συνίσταται στη κατακράτηση του ενός ή και των δύο όρχεων μέσα στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο. Αναφέρεται και ως κρυψορχία. Οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές (ιδιαίτερα η αμφοτερόπλευρη κ.), ανατομικά… …   Dictionary of Greek

  • οπισθόγναθος — ο αυτός που έχει υποπλασία στις σιαγόνες, που η γνάθος του εισέρχεται προς τα μέσα και πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthognathous (< οπισθ[ο] * + γνάθος)] …   Dictionary of Greek

  • φωκομελία — η, Ν ιατρ. διαμαρτία διάπλασης ή υποπλασία τών άκρων οστών ενός ή περισσότερων άκρων τού σώματος, με αποτέλεσμα οι άκρες χείρες ή οι άκροι πόδες, που έχουν διαπλαστεί σχετικώς φυσιολογικά, να εκφύονται απευθείας από τον κορμό, όπως τα πτερύγια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”